- προσευχομένων
- προσεύχομαιoffer prayerspres part mp fem gen plπροσεύχομαιoffer prayerspres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
молитвьникъ — МОЛИТВЬНИК|Ъ (28), А с. 1. Тот, кто молится, богомолец: да˫а млтвеникомъ свѣтъ книжныи. избавлѧ˫а ѿ всѧкы˫а похоти плотьскы˫а. СбЯр XIII, 203 об.; и всѣмъ смиренымъ. и всѣмъ подвизающимсѧ. бдѣлникомъ пѣвцемъ. молитвеникомъ вѣстникомъ. мирникомъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Δικταίον άντρον — Σπήλαιο της Κρήτης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, γεννήθηκε ο Δίας. Βρίσκεται στη βόρεια πλευρά της Δίκτης σε υψόμετρο 1.000 μ. και υπάγεται στον δήμο Οροπεδίου Λασιθίου. Το σπήλαιο χαρακτηρίζεται για την επιβλητική του είσοδο, τα… … Dictionary of Greek